- παυσινύσταλος
- παυσι-νύστᾰλος, ον,A stopping drowsiness, Ael.Dion.Fr.277.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παυσινύσταλος — ον, Μ αυτός που καταπαύει το νύσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + νύσταλος (< νυστάζω)] … Dictionary of Greek
παυσινύσταλον — παυσινύσταλος stopping drowsiness masc/fem acc sg παυσινύσταλος stopping drowsiness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek